- συλεύεις
- σῡλεύεις , συλεύωdespoil of armspres ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλεύω — Α (επικ. τ.) 1. αφαιρώ τα όπλα κάποιου 2. εξαπατώ και, κυρίως, λαφυραγωγώ κάποιον με τεχνάσματα 3. (γενικά) αποστερώ («συλεύεις βλεφάρων φάος ὄμμασιν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί τού συλῶ, *άω, σχηματισμένος κατά τα ρ. σε εύω για… … Dictionary of Greek